- κυανόκρανος
- -η, -οσυν. στον πληθ. οι κυανόκρανοιαυτοί που φέρουν κυανά κράνη, προσωνυμία που αποδίδεται διεθνώς στις ειρηνευτικές δυνάμεις τού ΟΗΕ οι οποίες αποστέλλονται σε διάφορες νευραλγικές περιοχές τού κόσμου, κυρίως για την παρακολούθηση τής εφαρμογής συνομολογημένων συμφωνιών εκεχειρίας και άλλων συνθηκών.
Dictionary of Greek. 2013.